- ἐπισυναγωγήν
- ἐπισυναγωγήgatheringfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυναγωγή — ἐπισυναγωγή, ή (AM) [επισυνάγω] συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ) 2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας αρχ. 1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού 2. περιληπτική θέα, σύνοψη 3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί… … Dictionary of Greek